Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τρισθενής
Revision as of 13:20, 25 August 2021 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
-ές Ν χημ. (για χημ. στοιχείο) αυτός που έχει σθένοςτρία. [ΕΤΥΜΟΛ.<τρι- + -σθενής (<σθένος), πρβλ. δισθενής. Το επίθ., στο ουδ. τρισθενές (άτομον), μαρτυρείται από το 1888 στον Οθ. Ρουσόπουλο].