πηνήκη
English (LSJ)
ἡ, A false hair, wig, Luc.DMeretr.5.3, 11.4, 12.5: distinguished from ἔντριχον and προκόμιον, Phot., cf. Poll.2.30, 10.170.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πηνήκη: πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. πηνίκη.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α
φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»].
Russian (Dvoretsky)
πηνήκη: v. l. πηνίκη ἡ парик Arph., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηνήκη -ης, ἡ [πήνη?] pruik.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: false hair, wig (Luc. Dial. dMer. 5. 3 etc., Phot., Poll.).
Derivatives: πηνηκίζειν ἀπατᾶν H., Cratin. 319), also w. δια- (Cratin. 282); πηνηκισμάτων φενακισμάτων H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: As a wig may seem a bobbin of threads, the word will be form πήνη after φενάκη.