ἐκπροθυμέομαι
English (LSJ)
strengthened for προθυμέομαι, E.Ph.1678.
German (Pape)
[Seite 776] verstärktes προθυμέομαι, praes. c. inf., Eur. Phoen. 1678.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροθυμέομαι: ἐπιτετ. ἀντὶ προθυμέομαι, Εὐρ. Φοίν. 1678.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
désirer du fond du cœur.
Étymologie: ἐκ, προθυμέομαι.
Spanish (DGE)
desear τί δ' ἐκπροθυμῇ τῶνδ' ἀπηλλάχθαι γάμων; ¿por qué anhelas renunciar a esta boda? E.Ph.1678.
Greek Monotonic
ἐκπροθυμέομαι: δείχνω εξαιρετικό ζήλο, είμαι ιδιαίτερα ένθερμος ή ενθουσιώδης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπροθῡμέομαι: страстно желать (ἀπηλλάχθαι τινός Eur.).