πελίωμα

Revision as of 15:25, 31 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Acut.(Sp.)</b>" to "Acut.(Sp.)")

English (LSJ)

ατος, τό, A = πελίδνωμα, Hp. Coac. 394, Acut.(Sp.)2, Arist. Pr.891a1, Thphr. HP9.20.3, Crito ap. Gal.12.448, BGU928.13, al. (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 551] τό, = πελίδνωμα, Hippocr. u. Arist. probl. 9, 14; nach Greg. Cor. ὴ μέλαινα τοῦ σώματος ἐπιφάνεια, ὴνίκα ἂν δι' ὑποδρομ ὴν αἵματος μελαίνηται; nach B. A. 293 τὰ ἴχνη τῶν πληγῶν.

Greek (Liddell-Scott)

πελίωμα: τό, = πελίδνωμα, Ἱππ. 181. ἐν τέλ., 396. 31, Ἀριστ. Προβλ. 9. 14.

Greek Monolingual

τὸ, Α πελιούμαι
πελίδνωμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελίωμα -ατος, τό [πελιόομαι] bleekheid.

Russian (Dvoretsky)

πελίωμα: ατος τό синее пятно, синий кровоподтек (οἴδημα καὶ πελιώματα Arst.).