διάστολον

Revision as of 13:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

τό, in plural, A dispositions of a deed, PLond.1727.58(vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
disposición μὴ παραβαίνειν τὰ προδεδηλουμένα διάστολα en una escritura PLond.1727.58 (VI d.C.).

Greek Monolingual

διάστολον, το (Α)
(συνηθ. στον πληθ.) τα διάστολα
οι διατάξεις συμφωνητικού εγγράφου.