disposición
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Spanish > Greek
ἀδνοτατίων, ἀδνουτατίων, αἵρεσις, ἀνάταξις, ἀπάρτισις, ἀπόνευμα, ἁρμονία, βυβλίδιον, γυμνασία, διάθεμα, διάθεσις, διαθεσμοθέτησις, διακόσμησις, διάληψις, διανέμησις, διανομή, διασκευή, διάσταλμα, διαστολή, διάστολον, διαταγή, διάταγμα, διάταξις, διατύπωσις, ἐγκατασκευή, ἔνστασις, ἔνταξις, ἑτοιμότης