κροτώνη

Revision as of 13:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ἡ, A excrescence on trees, esp. on the olive, = γόγγρος ΙΙ, Thphr. HP1.8.6. II in plural, fragments of bronchial cartilage, Hp.Morb. 2.53, cf. Gal.19.115.

German (Pape)

[Seite 1514] ἡ, Knorren, Astknoten, bes. am Oelbaume, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κροτώνη: ἡ, ὡς τὸ γόγγρος ΙΙ, τυλώδης ἀπόφυσις δένδρου, ἰδίως ἐλαίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 6.

Greek Monolingual

κροτώνη, ἡ (Α) κροτών
1. σκληρή απόφυση δέντρου και ειδικά της ελιάς
2. στον πληθ. αἱ κροτῶναι
κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροτώνη -ης, ἡ uitgroeisel (aan olijfboom). geneesk., plur. bronchiaal kraakbeen.