κροτώνη

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτώνη Medium diacritics: κροτώνη Low diacritics: κροτώνη Capitals: ΚΡΟΤΩΝΗ
Transliteration A: krotṓnē Transliteration B: krotōnē Transliteration C: krotoni Beta Code: krotw/nh

English (LSJ)

ἡ,
A excrescence on trees, esp. on the olive, = γόγγρος ΙΙ, Thphr. HP1.8.6.
II in plural, fragments of bronchial cartilage, Hp.Morb. 2.53, cf. Gal.19.115.

German (Pape)

[Seite 1514] ἡ, Knorren, Astknoten, bes. am Oelbaume, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κροτώνη: ἡ, ὡς τὸ γόγγρος ΙΙ, τυλώδης ἀπόφυσις δένδρου, ἰδίως ἐλαίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 6.

Greek Monolingual

κροτώνη, ἡ (Α) κροτών
1. σκληρή απόφυση δέντρου και ειδικά της ελιάς
2. στον πληθ. αἱ κροτῶναι
κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροτώνη -ης, ἡ uitgroeisel (aan olijfboom). geneesk., plur. bronchiaal kraakbeen.