πτωματισμός
English (LSJ)
ὁ, A epilepsy, Ptol.Tetr.153, Cat.Cod.Astr.2.179 (pl., but in both places perhaps distinguished from epilepsy).
German (Pape)
[Seite 812] ὁ, die fallende Sucht, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πτωμᾰτισμός: ὁ, (πτωματίζομαι) ἐπιληψία, σεληνιασμός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 277.
Greek Monolingual
ὁ, Α πτωματίζομαι
επιληψία.