τάρες

Revision as of 14:11, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " shortd." to " shortened")

English (LSJ)

gen. τάρων, shortened for τέτταρες, Amphis 30.11; cf. ταρτημόριον.

German (Pape)

[Seite 1071] τάρων, vulgäre Abkürzung für τέσσαρες, Amphis bei Ath. VI, 224 e (V. 11).

Greek (Liddell-Scott)

τάρες: γενικ. τάρων, συντετμημένον ἀντὶ τέτταρες, τάρων ὀβολῶν Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11, πρβλ. ταρτημόριον.

Greek Monolingual

Α
(συντετμημένος τ.) βλ. τέσσερεις.