ἄσκεπος

Revision as of 06:55, 16 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ciu. " to " ciudad ")

English (LSJ)

ον, defenceless, Amynt. Epigr. in POxy. 662.37; bare-headed, Ps.-Luc. Philopatr. 21.

German (Pape)

[Seite 371] (σκέπη), dasselbe, Luc. Philop. 21.

Spanish (DGE)

-ον
1 desprotegido, indefenso de la ciudad de Esparta ἤριπε ... ἄ. Amyntas SHell.44.5.
2 con la cabeza descubierta, destocado ἕτερος ... τριβώνιον ἔχων πολύσαθρον ἀνυπόδετός τε καὶ ἄ. Luc.Philopatr.21.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσκεπος, -ον)
1. ο ακάλυπτος
2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του
αρχ.
ο απροστάτευτος.

Russian (Dvoretsky)

ἄσκεπος: Luc. = ἀσκεπής.