Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απροστάτευτος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροστάτευτος, -ον)
αυτός που δεν προστατεύεται, ο ανυπεράσπιστος
νεοελλ.
(για τόπο) ανοχύρωτος, αφρούρητος.