onslaught
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἐπιχείρησις, ἡ. ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.
a murderous onslaught: V. θανάσιμον χείρωμα (Sophocles, Oedipus Rex 560).
P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἐπιχείρησις, ἡ. ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.
a murderous onslaught: V. θανάσιμον χείρωμα (Sophocles, Oedipus Rex 560).