cannibal
English > Greek (Woodhouse)
adjective
V. ἀνδροβρώς (Euripides, Cyclops), ὠμόσιτος.
cannibal fare: V. βορὰ ἀνθρωποκτόνος (Euripides, Cyclops 127).
V. ἀνδροβρώς (Euripides, Cyclops), ὠμόσιτος.
cannibal fare: V. βορὰ ἀνθρωποκτόνος (Euripides, Cyclops 127).