foretell
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
Ar. and P. προαγορεύειν, προειπεῖν. P. and V. προλέγειν, V. προσημαίνειν, προφαίνειν, προφωνεῖν. by oracles; P. and V. μαντεύεσθαι, P. ἀπομαντεύεσθαι. Ar. and P. χρησμῳδεῖν, V. προμαντεύεσθαι (Euripides, Fragment), θεσπίζειν, προθεσπίζειν, φημίζειν, Ar. and V. θεσπιῳδεῖν.