ταρρόω, ταρρώδης, τάρρωμα, A v. ταρσός. ταρσῆται, cheese-crates, Hsch. ταρσιά, ἡ, v. τρασιά.
ταρρός: -ρόω, -ρώδης, -ρωμα, νεώτ. Ἀττ. ἀντὶ ταρσ-.
néo-att. p. ταρσός.
ὁ, Α(αττ. τ.) βλ. ταρσός.