πλάστρον

Revision as of 13:59, 23 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, A earring, ear-ring, IG22.1527.17 (Brauronion, iv B. C.) : more freq. in plural, Ar.Fr.320.10, IG12.313.63,al., 22.1544.11, 12(8).51.17 (Imbros, ii B. C.), Poll.5.97. II pl., images of gods, Hsch.

Greek Monolingual

τὸ, Α
συν. στον πληθ. τὰ πλάστρα
(κατά τον Ησύχ.) α) ενώτια, σκουλαρίκια
β) αγάλματα, είδωλα θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμασ-τρον, πίεσ-τρον)].