μορμολύκη
English (LSJ)
Dor. μορμολύκα [υ], ἡ, = μορμολυκεῖον (bogey, hobgoblin, mask) 1, Sophr. 9, Str. 1.2.8 ; — also μορμολυκία, ἡ, Philostr. VA 4.25 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 207] ὴ, = Vorigem, Strab. 1, 2, 8.
Greek Monolingual
η (Α μορμολύκη και δωρ. τ. μορμολύκα)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας carabidae
αρχ.
μορμολύκειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. μορμολύττομαι].