μορμολύκη

Revision as of 11:25, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")

English (LSJ)

Dor. μορμολύκα [υ], ἡ, = μορμολυκεῖον (bogey, hobgoblin, mask) 1, Sophr. 9, Str. 1.2.8 ; — also μορμολυκία, ἡ, Philostr. VA 4.25 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 207] ὴ, = Vorigem, Strab. 1, 2, 8.

Greek Monolingual

η (Α μορμολύκη και δωρ. τ. μορμολύκα)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας carabidae
αρχ.
μορμολύκειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. μορμολύττομαι].