τό,= θύμβρα, Thphr.HP7.1.2, Sch.Ar.Ach.253.
[Seite 1223] τό, u. θύμβρος, ὁ, v.l. für θύμβρα.
θύμβρον: τό, = θύμβρα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2 (ἔνθα ὁ Schneider ἀμφιβάλλει περὶ τοῦ οὐδετέρου τύπου), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀφ. 253.
θύμβρον, τὸ και θύμβρος, ὁ (Α)θύμβρα.