παλινηνεμία
English (LSJ)
ἡ, A returning calm, AP10.102 (Bass.; v.l. πολυν-).
German (Pape)
[Seite 450] ἡ, wiederkehrende Windstille, Bass. 6 (X, 102), v.l. πολυην.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλῐνηνεμία: ἡ, ἐπανερχομένη νηνεμία, Ἀνθ. Π. 10. 102· Πλανούδ. πολυν-.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
παλινηνεμία, ἡ (Α)
η νηνεμία που επανέρχεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + νηνεμία.
Greek Monotonic
πᾰλῐνηνεμία: ἡ, ησυχία που επιστρέφει, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλῐνηνεμία: ἡ возвращающееся безветрие Anth.