πολίοχος

Revision as of 11:50, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

A v. πολιοῦχος.

Greek (Liddell-Scott)

πολίοχος: ἴδε ἐν λ. πολιοῦχος.

English (Slater)

πολῐοχος, -ον (cf. πολιάοχος)
   1 protecting the city π]ολίοχον Γλαυκ[ώπιδ]α (supp. Lobel) Δ. 4. 38.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πολιούχος.

Russian (Dvoretsky)

πολίοχος: Eur. v.l. = πολιοῦχος.