προσεδρία
English (LSJ)
A v. προσεδρεία.
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, = προσεδρεία, Eur. Or. 93. 304.
Greek (Liddell-Scott)
προσεδρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. προσεδρεία.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. προσεδρεία.
Greek Monotonic
προσεδρία: ἡ, βλ. προσεδρεία.
Russian (Dvoretsky)
προσεδρία: ἡ Eur. v.l. = προσεδρεία.
Middle Liddell
προσεδρία, ἡ, [v. προσεδρεία.]
English (Woodhouse)
(see also: προσεδρεία) attendance on the sick, on the sick, sitting by, watch by a sick bed