προσεδρία

Revision as of 11:55, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

A v. προσεδρεία.

German (Pape)

[Seite 757] ἡ, = προσεδρεία, Eur. Or. 93. 304.

Greek (Liddell-Scott)

προσεδρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. προσεδρεία.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. προσεδρεία.

Greek Monotonic

προσεδρία: ἡ, βλ. προσεδρεία.

Russian (Dvoretsky)

προσεδρία: ἡ Eur. v.l. = προσεδρεία.

Middle Liddell

προσεδρία, ἡ, [v. προσεδρεία.]

English (Woodhouse)

(see also: προσεδρεία) attendance on the sick, on the sick, sitting by, watch by a sick bed