A v. ψέλιον.
[Seite 1393] τό, s. das ion. ψέλιον.
ψέλλιον: ἴδε ψέλιον
v. ψέλιον.
τὸ, Αβλ. ψέλιο.
ψέλλιον: τό, = ψέλιον.
ψέλλιον: τό v.l. = ψέλιον.