ὁ, A = πίσυγγος (q.v.), PMasp.141vv9 (vi A. D.).
[Seite 619] ὁ, s. πίσυγγος.
ὁ, Α(δ. γρφ·) βλ. πίσυγγος.
πίσσυγγος: ὁ v.l. = πίσυγγος.