rare poet. form of ὀλοός (q.v.).
[Seite 328] poet, = ὀλοιός, Hes. Th. 591.
ὀλώϊος, -ον (Α)(σπάν. ποιητ. τ.) βλ. ολοός.
ὀλώϊος: σπάνιος Επικ. τύπος του ὀλοός, ὀλοιός, σε Ησίοδ.
ὀλώϊος: Hes. = ὀλοός.