Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ολοός

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

(I)
ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, -ή, -όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, -ον (Α)
1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.)
2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας», Αισχύλ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοά
με θανατηφόρο τρόπο, ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὀλοός (< ολε-Fός) έχει σχηματιστεί από το θ. ὀλε- του ὄλλυμι (πρβλ. όλεθρος) με αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο-. Ο τ. ὀλοιός με -οι- αντί -ο- (πρβλ. οιέτεας < οFετέας). Ο τ. ὀλώϊος, κατ' άλλους, θεωρείται αναλογικός σχηματισμός κατά το ὀλοφώϊος ενώ κατ' άλλους πρέπει να διορθωθεί σε ὀλοίϊος, κατά τα ὁμοίϊος, γελοίϊος. Ο τ. οὐλοός, εξάλλου, έχει σχηματιστεί με μετρική έκταση κατά το οὖλος. Η κλητική, τέλος, του ὀλοός, ὀλέ έχει προέλθει με υφαίρεση από ὀλοέολεέ), πρβλ. μέλε < μέλεος.
(II)
ὁλοός, -ή, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φρόνιμος καὶ ὑγιής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όλος].