ἡ, A = ἀλινδήθρα (q.v.).
κῠλινδήθρα: ἡ, = ἀλινδήθρα, ὃ ἴδε, πρβλ. ἐξαλίω.
κυλινδήθρα, ἡ (Α)τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)].
κῠλινδήθρα: ἡ = ἀλινδήθρα, βλ. αυτ.
κῠλινδήθρα, ἡ, = ἀλινδήθρα, q.v.]