freq. A f.l. for βρωμ- (q.v.), Ath.3.88a, Plu.2.792b, etc.
[Seite 464] schlechtere Form für βρωμώδης.
v. βρωμώδης.
βρομώδης, -ες (AM) βρόμος (II)]αυτός που μυρίζει άσχημα.