ἡ, A = φῦκος, f.l. in Ph.Bel.85.25.
[Seite 1312] ἡ, = φῦκος, Mathem. vett., zw.
φῡκία: ἡ, = φῦκος, ἀμφ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 85.
ἡ, Α(εσφ. γρφ.) φύκος.
seaweed