ἡ, A = πάταγος, D.P.574; χειρὸς παταγῇ clapping, Longus 1.22 (v.l. χειροπλατάγῃ).
[Seite 534] ἡ, = πάταγος, χειρός, das Händeklatschen, Sp., wie Long. 1, 22.
πᾰτᾰγή: ἡ, = πάταγος, Διον. Π. 574· πατ. χειρὸς Λόγγος 1, 22.
ἡ, Απάταγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πάταγος].