ἐπικλίντης

Revision as of 19:00, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

English (LSJ)

ου, ὁ, A moving sideways, [σεισμοὶ] ἐπικλίνται earthquakes that move at acute angles, Arist.Mu.396a1 (v.l. ἐπικλίται: ἐπικλινίαι (sic) Lyd.Ost.53 codd.).

German (Pape)

[Seite 950] σεισμός, eine Erderschütterung in spitzen Winkeln nach den Seiten hin, Arist. mund. 4.

Greek Monolingual

ἐπικλίντης ή ἐπικλίτης, ὁ (Α)
οι σεισμοί που δονούν τη γη κατά οξείες γωνίες.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλίντης: ου ὁ боковой, косой: σεισμὸς ἐ. Arst. землетрясение, образующее косоугольные поднятия земной коры.