αἱ, a kind of A woman's shoes, Poll.7.94 (v.l. φιττάκια).
φιττακίδες: -αἱ, εἶδος γυναικείων σανδαλίων. Πολυδ. Ζ΄, 94.
ων (αἱ) :chaussures de femme.Étymologie: LSJ : φιττάκια -- DELG -.
αἱ Αείδος γυναικείων σανδαλιών.