Φερσεφόνη: ποιητικ. ἀντὶ Περσεφόνη, συχν. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.
Φερσεφόνη: ποιητ. αντί Περσεφόνη, σε Πίνδ.
Φερσεφόνη: дор. Φερσεφόνᾱ ἡ Pind. = Περσεφόνη.