νικήτωρ
English (LSJ)
ορος, victor, victorious: τὸ τῶν Nικητόρων στρατόπεδον = the legion Victrix, Legio Victrix, D.C.55.23.
German (Pape)
Greek Monolingual
νικήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. νικάτωρ)
1. νικητής
2. ως επίθ. νικηφόρος («τοὺς νικήτορας στρατιώτας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγήτωρ)].