νικηφόρος
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
English (LSJ)
[ῑ] Doric νικαφόρος, ον, (< φέρω) bringing victory, δίκη A. Ch. 148.
IΙ. (< φέρομαι) bearing off the prize, victorious, Pi. O. 1.116; ν. ἀγλαΐα the glory of victory, ib. 13.14; πρᾶγμα ν. A. Eu. 477; κράτος S. Tr. 186; δίκη E. Ph. 781; ἄγρα Id. Ba. 1200; θεὸς or θεοὶ ν., applied to the Ptolemies, OGI 89.3 (iii BC), PTeb. 43.28 (ii BC); of the Roman emperors, TMByz9.271 no.3, as name of a legion (= Latin Victrix), λεγ[εῶ]νος ϝʹ Νεικηφόρου SEG 23.317 (Delphi, AD 85); epithet of Athena, Eros, etc., SIG 629.6 (Pergam., ii BC), IG 11(4).1304 (Delos, ii BC), etc.; c. gen., X. Mem. 3.4.5.
German (Pape)
[Seite 256] den Sieg davontragend, siegreich, dor. νικαφόρος, in den Kampfspielen siegend, auch ἄεθλα, P. 8, 27, στέφανοι, I. 1, 22; bei Aesch. heißt Δίκη so, den Sieg verleihend, Ch. 146; πάλαισμα σωτήριόν τε καὶ δορὸς νικηφόρον, Eum. 747; σὺν κράτει νικηφόρῳ, Soph. Trach. 185; oft bei Eur., πατρὸς ἐκ νικηφόρου γεγώς, El. 880, νικηφόρου δώρου τύχοιτε, I. A. 1557; auch in Prosa, der Sieger, Plat. Rep. X, 621 d Legg. V, 730 c, Xen. Mem. 3, 4, 5, oft Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui donne (propr. qui apporte) la victoire;
2 qui remporte la victoire, victorieux, vainqueur ; νικηφόρος παγκρατίου XÉN vainqueur au pancrace.
Étymologie: νίκη, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
νῑκηφόρος:
I дор. νῑκᾱφόρος 2
1 дающий победу (δίκη Aesch.);
2 победоносный (πατήρ Soph.);
3 победный (στέφανος, ἀγλαΐα Pind.);
4 принадлежащий победителю, триумфаторский (ἅρματι νικηφόρῳ παρεστώς Plut.);
5 сулящий победу (νικηφόρα μαντεύματα ἐκπέμπειν τινί Plut.).
II дор. νῑκᾱφόρος ὁ победитель Plat., Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκηφόρος: Δωρ. νικᾶφ-, ον, (φέρω) ὁ φέρων νίκην, δίκη Αἰσχύλ. Χο. 148. ΙΙ. (φέρομαι) ὁ λαμβάνων τὸ βραβεῖον, νικητής, Πινδ. Ο. 1. 185· ν. ἀγλαΐα, ἡ δόξα τῆς νίκης, αὐτόθι 13. 19· ὡσαύτως παρὰ Σοφ. Τρ. 186 καὶ Εὐρ.· μετὰ γεν., Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 5.
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ νικηφόρος, -ον, Α δωρ. τ. νικαφόρος, -ον)
1. αυτός που συντελεί στη νίκη, αυτός που επιφέρει τη νίκη
2. αυτός που κερδίζει νίκες, αυτός που νικά
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ νικηφόρος
ο νικητής
αρχ.
1. αυτός που παίρνει το βραβείο της νίκης
2. (το αρσ. και το θηλ.) προσωνύμιο διαφόρων θεοτήτων, όπως της Αθηνάς, της Αφροδίτης, της Αρτέμιδος, της Δήμητρος, του Διός κ.ά.
3. τίτλος βασιλέων («θεοὶ νικηφόροι» — οι Πτολεμαίοι, επιγρ., πάπ.).
επίρρ...
νικηφόρως και -α
θριαμβευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη / νίκᾱ + -φόρος].
Greek Monotonic
νῑκηφόρος: (φέρω), Δωρ. νικᾱφ-, -ον,
I. αυτός που φέρνει τη νίκη, σε Αισχύλ.
II. (φέρομαι) αυτός που λαμβάνει το βραβείο, κυρίαρχος, νικητής, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
φέρω
I. bringing victory, Aesch.
II. (φέρομαἰ bearing off the prize, conquering, victorious, Pind., Soph., etc.
English (Woodhouse)
connected with victory, winning the day
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό νίκη + φέρω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή νίκη: νικάω -ῶ, νῖκος (=νίκη), νικητής ἤ νικητήρ, νικητήριος, νικητικός, νικήτρια, νικητέον, νίκημα, νίκησις, ἀνίκητος, πολυνίκης, φιλόνικος.