ἀνθρωπαῖος

Revision as of 15:10, 7 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Spanish (DGE)

-ον
que adopta la naturaleza humana de Cristo op. ἄνθρωπος Cyr.Al.Chr.Un.51.750A.

Greek Monolingual

ἀνθρωπαῖος, ο (Μ)
αυτός που κατοίκησε μέσα στον άνθρωπο (θεολογικός όρος που χρησιμοποιούν ο Κύριλλος και ο Ι. Δαμασκηνός για να αντικρούσουν τις απόψεις του Νεστόριου).