λευκόπρωκτος
English (LSJ)
ον, with white anus, white-bottomed, a play on the words εὐρύπρωκτος and λευκός ΙΙ.1c, conveying a notion of cowardice, Call.Com.11 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 34] mit weißem Hintern, Callias bei Schol. Ar. Av. 151, = λευκόπυγος, weibisch, feig.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπρωκτος: -ον, ἔχων λευκὸν πρωκτόν, παίγνιον ἐπὶ τῶν λέξεων εὐρύπρωκτος και λευκός ΙΙ, ἔνθα ὑπονοεῖται καὶ ἡ ἔννοια τῆς δειλίας, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 1.
Greek Monolingual
λευκόπρωκτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό πρωκτό
2. άνανδρος, δειλός.