Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογοςμιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττάνεοελλ.φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.