πολυλογέω
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
talk much, speak a lot, talk a lot, be loquacious, Gal.18(1).792, Vett.Val.175.31, al., Poll.10.51, Alex.Aphr.in Top. 433.19.
German (Pape)
[Seite 665] viel reden, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠλογέω: λέγω πολλά, Γαλην., Πολυδ. Ι΄, 51· ― ῥημ. ἐπίθ. πολυλογητέον, δεῖ πολυλογεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 203.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυλογέω [πολύλογος] veel praten.
Greek Monolingual
πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογος
μιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττά
νεοελλ.
φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.