μνημόνιο

Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (ΑΜ μνημονεῖον, Α και μνημόνιον)
νεοελλ.
1. υπομνηματικό σημείωμα
2. έγγραφη έκθεση για μια υπόθεση, υπόμνημα
μσν.-αρχ.
νεκροταφείο