υπόθεση

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η / ὑπόθεσις, -έσεως, ΝΜΑ ὑποτίθημι
1. αυτό που υποθέτει κανείς, που το θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν», Πλάτ.)
2. το αντικείμενο μιας συζήτησης, ομιλίας, έρευνας, ασχολίας ή φροντίδας (α. «έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας μια σπουδαία υπόθεση» β. «ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν ἐπανῆγεν... τὸν λόγον», Ξεν.)
3. το θέμα λογοτεχνικού ή θεατρικού έργου (α. «η υπόθεση του έργου του είναι εξαιρετικά πρωτότυπη» β. «ὑπόθεσιν καλὴν καὶ κεχαρισμένην τοῖς ἀναγνωσομένοις», Διον. Αλ.)
4. το αντικείμενο δίκης και η ίδια η δίκη (α. «σήμερα δικάζεται η υπόθεσή του» β. «γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην», επιγρ.)
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) α) αυτό που βρίσκεται ή εκείνο που τίθεται στη βάση μιας λογικής κατασκευής
β) μέθοδος, τρόπος ενέργειας, ευρετικό μέσο, που συνίσταται στη διατύπωση μιας αμφίβολης αλλά αληθοφανούς εικασίας με την οποία η φαντασία προλαβαίνει τη γνώση και η οποία μπορεί να επαληθεύεται μεταγενέστερα είτε μέσω μιας απευθείας παρατήρησης είτε μέσω της συμφωνίας όλων τών συμπερασμάτων της με την παρατήρηση και το πείραμα
2. σοβαρό ζήτημα, ιδίως αυτό που απασχολεί την κοινή γνώμη («η υπόθεση τών υποκλοπών»)
3. γραμμ. δευτερεύουσα υποθετική πρόταση που αποτελεί το πρώτο μέλος ενός υποθετικού λόγου
4. στον πληθ. οι υποθέσεις·(στη γραμματολογία) οι συγγραφές τών Αλεξανδρινών λογίων με τις οποίες ανέλυαν το περιεχόμενο κάθε δράματος και προσπαθούσαν να εντοπίσουν τα στοιχεία που πήρε ο τραγικός ποιητής από την μυθική παράδοση καθώς και τις προσθήκες που ο ίδιος είχε κάνει
5. φρ. α) «έχω πολλές υποθέσεις» — είμαι πολυάσχολος
β) «κέρδισα την υπόθεση» — η απόφαση του δικαστηρίου είναι ευνοϊκή για μένα
γ) «αυτό είναι δική μου υπόθεση» — αναλαμβάνω εγώ την φροντίδα για κάτι ή αυτό αφορά αποκλειστικά εμένα
δ) «επί τη υποθέσει»
(λόγιος τ.) αν υποτεθεί ότι...
μσν.-αρχ.
βάση, θεμέλιο
αρχ.
1. το να τοποθετεί κανείς κάτι κάτω από κάτι άλλο
2. (για πράγμ.) αυτό που αποτελεί το κύριο στοιχείο, το πρωτεύον χαρακτηριστικό του χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει («αὕτη γὰρ οἷον ὑπόθεσις καὶ φύσις δένδρων ἐστίν», Θεόφρ.)
3. (για ενέργεια, πράξη) προϋπόθεση, όρος
4. ο κύριος, ο βασικός στόχοςὑπόθεσις... τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία», Αριστοτ.)
5. αρχή σύμφωνα με την οποία ρυθμίζει κανείς τις πράξεις του, κανόνας ενέργειας («τοῖς μὲν φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν
εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑπόθεσιν», Ισοκρ.)
6. πρόθεση, αντικειμενικός στόχος
7. πρόσχημα, αφορμή
8. αιτία
9. υπόσχεση («τὴν περὶ αὐτῶν ἡμῖν μὴ κτενεῖν ψευσθεῖσαν ὑπόθεσιν», Θουκ.)
10. υποθήκευσηὑποθήκη μέρους τρίτου οἰκίας», πάπ.)
11. συμβουλή, προτροπή, παραίνεση
12. καταγγελία, κατηγορία
13. (στο θέατρο) ρόλος υποκριτή
14. είδος θεατρικού έργου ή παντομίμας
15. θεατρική παράσταση
16. συνθήκες ή τρόπος ζωής
17. εναρκτήριο σημείο, αρχή
18. πρακτικό πρόβλημα («κοινὴ ἡ ὑπόθεσις καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή», Λουκιαν.)
19. θέμα ζωγραφικού πίνακα
20. (λογ.) α) οι αρχικές προτάσεις τών συλλογισμών («συλλογισμὸς ἐξ ὑποθέσεως», Αριστοτ.)
β) η παραδοχή της ύπαρξης θεμελιωδών αντικειμένων σε έναν τομέα του επιστητού
21. φρ. α) «ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑποθέσεως» — ο τύπος της πολιτειακής οργάνωσης που βασίζεται σε προϋποθέσεις, όπως ήταν αυτή που ο Πλάτων περιέγραψε (Αριστοτ.)
β) «ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι» — η αφετηρία της εξέτασης ενός αντικειμένου από μια παραδοχή (Πλάτ.).

Translations

hypothesis

Afrikaans: hipotese; Albanian: hipotezë; Arabic: فَرْضِيَّة; Armenian: վարկած, հիպոթեզ; Azerbaijani: hipotez, fərziyyə; Belarusian: гіпотэза, прыпушчэнне; Bengali: অনুকল্প; Bulgarian: хипотеза; Catalan: hipòtesi; Chinese Cantonese: 假說, 假说, 假設, 假设, 假定; Mandarin: 假說, 假说, 假設, 假设, 假定; Czech: hypotéza, domněnka; Danish: hypotese; Dutch: hypothese, stelling; Esperanto: hipotezo; Estonian: hüpotees; Finnish: hypoteesi; French: hypothèse; Galician: hipótese; Georgian: ჰიპოთეზა; German: Hypothese; Greek: υπόθεση; Ancient Greek: ὑπόθεσις; Hebrew: הִיפּוֹתֵזָה, הַשְׁעָרָה; Hindi: परिकल्पना; Hungarian: hipotézis; Icelandic: tilgáta; Indonesian: hipotesis; Irish: hipitéis; Italian: ipotesi; Japanese: 仮説; Kazakh: гипотеза, болжам; Khmer: សម្មតិកម្ម; Korean: 가설(假說); Kurdish Central Kurdish: گریمانە; Northern Kurdish: hîpotez, feraziye; Kyrgyz: гипотеза; Lao: ສົມມຸດຕິຖານ; Latin: hypothesis; Latvian: hipotēze; Lithuanian: hipotezė; Luxembourgish: Hypothees; Macedonian: хипотеза; Malay: hipotesis; Mongolian Cyrillic: таамаглал, гипотез; Norwegian Bokmål: hypotese; Occitan: ipotèsis; Pashto: فرضيه; Persian: فَرضیِه, اِنگاشتِه, پِنداشتِه; Polish: hipoteza, przypuszczenie; Portuguese: hipótese; Romanian: ipoteză; Russian: гипотеза, предположение; Serbo-Croatian Cyrillic: хипотеза; Roman: hipotéza; Slovak: domnienka, hypotéza; Slovene: hipoteza; Spanish: hipótesis; Swedish: hypotes; Tagalog: palagayin, ipotesis; Tajik: фарзия, гипотеза; Tatar: гипотеза; Thai: สมมุติฐาน; Turkish: hipotez, faraziye, varsayım; Turkmen: gipoteza; Ukrainian: гіпотеза, припущення, засновок; Urdu: فَرْضِیَہ; Uyghur: گىپوتېزا; Uzbek: gipoteza, faraziya; Vietnamese: giả thuyết