λοπάω
English (LSJ)
(λοπός) A let the bark peel off, of trees which lose their bark on the return of the sap in spring, Thphr.HP3.5.1, 5.1.1, etc. II of fig trees, rot at the root, Id.CP5.9.9.
Greek (Liddell-Scott)
λοπάω: (λοπός), ἀποβάλλω τὸν φλοιόν, λεπίζομαι, ξεφλουδίζομαι, ἐπὶ δένδρων ὧν ὁ φλοιὸς γίνεται εὐπεριέραιτος κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ χυμοῦ κατὰ τὸ ἔαρ, Λατ. corticem remittere, vertere, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1., 5. 1, 1, κτλ. ΙΙ. «τῇ δὲ συκῇ καὶ νόσημά τι συμβαίνει περὶ τὰς ῥίζας καὶ μικρὸν ἐπάνω, ὃ καλοῦσι λοπᾶν· τοῦτο δὲ οἷον μύδησίς τίς ἐστι τῶν ῥιζῶν διὰ τὴν πολυϋδρίαν», ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9.