εὐπόρως

Revision as of 16:29, 1 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (Woodhouse)

(see also: εὔπορος) abundantly

French (Bailly abrégé)

adv.
1 facilement, avec aisance;
2 en abondance;
Cp. εὐπορώτερον.
Étymologie: εὔπορος.

Russian (Dvoretsky)

εὐπόρως:
1) легко, с легкостью (δύνασθαί τι Arst.; τὴν πολιορκίαν ὑπομένειν Plut.): τοῦτ᾽ εὐπορώτερον ἔχω ἀποκρίνασθαι Plat. на это мне легче ответить;
2) в изобилии (ἔχειν πάντα Thuc.).