ἔξορκος, -ον (Α)αυτός που ορκίζει («ἔξορκος βοὰ κήρυκος ἐσθλοῦ» — φωνή του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, Πίνδ.).