γηοῦχος
English (LSJ)
ον, (ἔχω) A land-holding, Eust.1392.23; cf. γαιήοχος.
Greek (Liddell-Scott)
γηοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων, κατέχων γῆν, Εὐστ. 1392. 23, πρβλ. γαιήοχος.
Greek Monolingual
γηοῦχος, -ον (Μ)
αυτός που έχει γη, ο ιδιοκτήτης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -ούχος < έχω].