ζύγιμος

Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

ον, A = ζύγιος 1, βοῦς Plb.34.8.9.

German (Pape)

[Seite 1140] = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγιμος: -ον, = ζύγιος, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. ἀντί του ζύγιος.

Greek Monolingual

ζύγιμος, -ον (Α) ζυγόν
ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῦς ζύγιμος», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ζύγιμος: (ῠ) Polyb. = ζύγιος.