εὔπλους, -ουν και εὔπλοος, -οον (Α)1. αυτός που είναι καλός να τον διαπλεύσει κάποιος («πλοῦς εὔπλους» — η εύπλοια, Ηριν.)2. αυτός που εκτελεί καλόν πλου. επίρρ...εὔπλως (Μ)ευνοϊκά, καλοτάξιδα, με ευνοϊκό καιρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλους].