καυχός
English (LSJ)
καυχοῦς, A v. χαλκός, χαλκοῦς. κάφα· λουτήρ (Lacon.), Hsch. (Lacon.form of σκάφη). καφάζειν· γελᾶν, Id. καφάν, Dor. for κηφήν, Id. καφίδιος, v. κηφ-. κάφος, = κάπος, EM 499.38.
Greek Monolingual
καυχός και καυχοῦς, ὁ (Α)
επιγρ. χαλκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καυχός είναι κρητικός και προήλθε < αμάρτυρο καλχός < χαλκός με μετάθεση της δασύτητας].