παρεκλύω

Revision as of 20:20, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

A relieve from, τοῦ ἐπισπασμοῦ Sor.2.11. 2 Pass., to be cut off from, unreceptive of, πρὸς ἅπαντα δι' ὧν ἄμεινον βιώσονται Phld.Herc.1251.18.

Greek Monolingual

Α
1. ανακουφίζω από κάτι («παρεκλύειν τοῦ ἐπισπασμοῦ», Σωρ.)
2. παθ. παρεκλύομαι
απορρίπτομαι ως απαράδεκτος, αποκλείομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκλύω «απελευθερώνω, απολυτρώνω»].