ποιμασία

Revision as of 20:30, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

ἡ, A feeding, tending, Ph.1.594,596.

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, das Weiden, Hüten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμᾰσία: ἡ, τὸ ποιμαίνειν, περιποιεῖσθαι, διαφυλάττειν, Φίλων 1. 594, 596.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φροντίδα, περιποίηση ή διαφύλαξηποιμασία γὰρ ἐστι Θεοῦ», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + κατάλ. -σία].