ἡ, A feeding, tending, Ph.1.594,596.
[Seite 651] ἡ, das Weiden, Hüten, Philo.
ποιμᾰσία: ἡ, τὸ ποιμαίνειν, περιποιεῖσθαι, διαφυλάττειν, Φίλων 1. 594, 596.
ἡ, Αφροντίδα, περιποίηση ή διαφύλαξη («ποιμασία γὰρ ἐστι Θεοῦ», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + κατάλ. -σία].